- ρέμπομαι
- Ν1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς σκοπό, περιπλανώμαι2. νέμομαι ή απολαμβάνω κάτι («λίγοι ρέμπονται τα καλά»)3. (στον Ερωτόκρ.) υπερηφανεύομαι («επέτετο κι ερέμπετο στην αφεντιά την τόση»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ῥέμβομαι «περιφέρομαι, περιπλανώμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.